Όταν βλέπουμε τους Εύζωνες στην προεδρική φρουρά θαυμάζουμε την επιβλητική τους εμφάνιση. Αλήθεια όμως, πως προέκυψε το υπόδημα τους, το γνωστό σε όλους μας ως τσαρούχι να είναι μέρος της ιστορίας μας;
Κατά την εποχή που αλώθηκε η Κωνσταντινούπολη από τους Τούρκους, τα υποδήματα που φορούσαν οι Έλληνες, ήταν δύο τύπων, αμφότερα απλά και με σκληρή δερμάτινη σόλα. Το πρώτο ήταν ένα είδος σανδαλιού, που απαρτιζόταν από μία δερμάτινη σόλα επεκτεινόμενη σε ιμάντες οι οποίοι, προσδενόντουσαν στη γάμπα του ποδιού εξασφαλίζοντας τη παραμονή της σόλας στο πέλμα.
Το άλλο είδος αγκάλιαζε ολόκληρο το κατώτατο άκρο του ποδιού. Σχηματικά θα μπορούσαμε να το συγκρίνουμε με αυτό που αποκαλούμε σήμερα ως «παντόφλα κλειστού τύπου». Αυτή η παντόφλα ή, ουσιαστικά και αλλιώς παπούτσι όπως το αντιλαμβανόμαστε οι περισσότεροι σήμερα, ήταν φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από αριστοτεχνικά συρραμμένο δέρμα, συνήθως γουρουνίσιο και με ιδιαίτερα εξαιρετικά σκληρή σόλα. Αξιοσημείωτο είναι ότι, εκτός από τους Έλληνες της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας, το ίδιο παπούτσι φοριόταν και από την πλειονότητα των αλλοεθνών κατοίκων κατοίκων αυτών των περιοχών, Χριστιανών και Μουσουλμάνων.
Οι Τούρκοι αποκαλούσαν αυτό το υπόδημα carik (τσαρίκ) ή, caruk (τσαρούκ), απ’ όπου προέρχεται και η καθ’ ημάς μετάπτωση του όρου ως τσαρούχι. Τα τσαρούχια αποτελούσαν τα καθημερινά υποδήματα εργασίας αλλά και κοινωνικής αμφίεσης. Με τη πάροδο του χρόνου άρχισαν να υφίστανται κάποιες μετατροπές που αποσκοπούσαν, αφ’ ενός μεν στο να τα κάνουν πρακτικότερα κατά την εκτέλεση των διαφόρων δραστηριοτήτων αυτών που τα φορούσαν και αφ’ ετέρου όταν συνέτρεχε η ανάγκη, στο να γίνονται περισσότερο περίτεχνα, προσδίδοντας τους την απαιτούμενη αίγλη, εκείνη που έπρεπε να αντιστοιχεί προς τα πρόσωπα που τα φορούσαν.
Οι απλοί αγρότες ή, βοσκοί, φορούσαν την απλούστερη και πλέον χοντροκομμένη μορφή του τσαρουχιού. Με τη πάροδο του χρόνου μάλιστα αυτοί άρχισαν να προσθέτουν μία μάλλινη φούντα, στη πάνω πλευρά της μύτης αυτού υποδήματος. Αλλά και αυτή η ίδια η μύτη του έγινε ελαφρώς κυρτή προς τα πάνω. Η προσθήκη της φούντας αποσκοπούσε στο να κρατάει ζεστά τα δάκτυλα του ποδιού, προστατεύοντας τα ταυτόχρονα από τα κρυοπαγήματα, όταν η πορεία γινόταν σε χιονισμένο έδαφος. Συγχρόνως αυτό το κύρτωμα της μύτης του τσαρουχιού προς τα πάνω, απέτρεπε το βύθισμα του μέσα στο χιόνι ή, τη λάσπη κατά το βάδισμα, ενώ πάλι, εάν το έδαφος συνέβαινε να είναι στεγνό, η σχηματική του αυτή ιδιαιτερότητα, το καθιστούσε πλεονεκτικό παρέχοντας καλύτερη στήριξη κατά το διασκελισμό των ανώμαλων επιφανειών της υπαίθρου, και ιδιαίτερα των ορεινών περασμάτων.
Ετσι με το κύρτωμα του μπροστινού του μέρους και τη προσθήκη της φούντας προέκυψε τελικά το σχηματικά γνωστό σε εμάς ως τσαρούχι, το οποίο σε αυτή τη μορφή φοριόταν από όλους, τουλάχιστον στις στιγμές που επιβαλλόταν κοινωνικά να είναι κανείς ευπρεπώς ντυμένος όπως, οι επίσημες θρησκευτικές γιορτές και τα πανηγύρια.
Ειδικά για τη φούντα του τσαρουχιού, αυτή κατέληξε να είναι μαύρη για τους ενήλικες, ενώ τα παιδιά είχαν φούντες από διάφορα περισσότερο χαρωπά χρώματα.
Μία επί πλέον εφαρμογή της φούντας επινοήθηκε από τους αρματωλούς και κλέφτες. Συγκεκριμένα καμουφλάρησαν μέσα σε αυτή, συστάδες μικρών προεξεχόντων κοφτερών λεπιδίων, τα οποία κατόπιν κλοτσιάς, πχ στη κοιλιακή χώρα, μπορούσαν να επιφέρουν καίριο πλήγμα. Η σπουδαιότητα της φούντας σαν ύστατο όπλο μπορεί να γίνει αντιληπτή αν προσπαθήσουμε να ζωντανέψουμε στη φαντασία μία σκηνή μάχης της εποχής εκείνης. Μετά την εκπυρσοκρότηση, οπότε εκτοξευόταν το μοναδικό βόλι (δηλαδή η σφαίρα) που είχε το καριοφίλι όπως (αποκαλούσαν το τότε ντουφέκι), δεν υπήρχε ο απαιτούμενος χρόνος να τροφοδοτηθεί αυτό με νέο βλήμα, με συνέπεια να ακολουθεί αναγκαστικά η σώμα με σώμα εμπλοκή, μία ιδιότυπη σωματική πάλη στηριζόμενη στη σωματική ρώμη αλλά και τα εναπομένοντα πλέον όπλα, δηλαδή τη σπάθα ή, ακόμη και την επικουρική φούντα του τσαρουχιού. Αυτή λοιπόν η φούντα με τη κρυμμένη εντός της συστάδα λεπιδίων, την οποία άλλοι περιέγραφαν ως φούντα με καρφιά, ήταν ενίοτε ικανή και από μόνη της να εξουδετερώσει τον αντίπαλο μετά από μία καίρια κλωτσιά.
Όσον αφορά τους τύπους των τσαρουχιών, εάν δηλαδή αυτά ήταν πολύ απλά στη κατασκευή τους ή, περισσότερο περίτεχνα, εξυπακούεται βέβαια ότι αυτά αντιστοιχούσαν με την υπόλοιπη ενδυματολογική εμφάνιση αυτού που τα φορούσε και σε εξάρτηση βέβαια πάντοτε με τις οικονομικές του δυνατότητες αλλά και τη κοινωνική του θέση.
Αυτοί πού είχαν τη δυνατότητα τα τσαρούχια τους να αντιστοιχούν με τη λαμπρότητα της υπόλοιπης στολης τους, τα είχαν περίτεχνα κεντημένα με φίνες μεταλλικές κλωστές, ενίοτε και χρυσές. Όσον αφορά το χρώμα του τσαρουχιού, αυτό μπορούσε να έχει διαφορετικές αποχρώσεις, ενώ πολύ συχνά το κόκκινο χρώμα ώς τέτοιο που εντυπωσιάζει περισσότερο, ήταν το χρώμα που τελικά επιλεγόταν, ιδίως από τα ένοπλα παλληκάρια προγόνους μας, αρματωλούς, κλέφτες και γενικότερα οπλαρχηγούς και λοιπούς πολεμιστές της εθνεγερσίας μας.
Το τσαρούχια συνέχισαν να φοριούνται από όλους τους Έλληνες των αγροτικών και ποιμενικών περιοχών έως τα τέλη τουλάχιστον του 19ου αιώνα, μετά τη πάροδο του οποίου άρχισαν να αντικαθίστανται σταδιακά από τα Δυτικότροπα υποδήματα ή, Φράγκικα παπούτσια όπως τα αποκαλούσε ο λαός.
Όλα τα Ελληνόπουλα έχουν δεί με τα μάτια τους (ζωντανά ή τηλεοπτικά) τους λεβέντικης κορμοστασιάς Εύζωνες, που φυλάνε το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη και το προεδρικό μέγαρο.
Η στολή που φορούν, μας επιτρέπει να επαναφέρουμε στη μνήμη μας τους ηρωικούς πολεμιστές προγόνους μας, χάριν στους οποίους μπορούμε να είμαστε σήμερα ελεύθεροι Έλληνες.
Η όλη τους εμφάνιση μας παραπέμπει στην ηρωική εποχή του 1821.
Μοναδική ίσως εξαίρεση σε αυτή την αναπαράσταση της παλιάς ηρωικής εποχής είναι το κάπως πιό σύγχρονο τουφέκι που φέρουν και που δεν είναι αυτό που τα τότε παλικάρια μας αποκαλούσαν καριοφίλι (μετάπτωση του Carlo e fili = «Κάρολος και υιοί», επωνυμία διάσημου Βενετσιάνικου οπλουργείου μουσκέτων δηλαδή τουφεκιών του 18ου αιώνα).
Αυτοί φέρουν επίσης και όλα τα υπόλοιπα, δηλαδή τη φουστανέλα, το φάριο (σκουφί), το πουκάμισο με τα χαρακτηριστικά κωνικά μανίκια του, τη φέρμελη (γιλέκο), τις φυσιγγιοθήκες, τις κάλτσες, τις καλτσοδέτες, και τα κατακόκκινα δερμάτινα τσαρούχια με τις μαύρες φούντες τους. Οι φούντες αυτές όμως δεν κρύβουν πλέον τις συστάδες λεπιδίων, δεδομένου ότι οι εύζωνοι μας φορούν πλέον αποκλειστικά αυτές τις στολές κατά τη διάρκεια τελετουργικών εκδηλώσεων.
Εμείς στο fenalie από τη πλευρά μας έχουμε φιλοτεχνήσει το ξύλινο χειροποίητο τσαρούχι μάτι σε διάφορα χρώματα. Το σκεπτικό του ματιού που βρίσκεται σε ένα τσαρούχι είναι διττό. Αφ’ ενός μεν, μας προστατεύει από τη βασκανία, δηλαδή το κακό μάτι αυτών που μας επιβουλεύονται ενώ, αφ’ ετέρου, η φούντα του (με τα υποτιθέμενα εντός του καμουφλαρισμένα κοφτερά λεπίδια), μας δίνει τη δυνατότητα να κλωτσάμε μακριά από εμάς και προς τη κατεύθυνση του βασκάνοντα, τις οποιεσδήποτε κακόβουλες κουβέντες, ενέργειες ή, σκέψεις του.
Εναλλακτικά συνδυάσαμε το ίδιο τσαρούχι με τη προσθήκη του εξαρτήματος μας 2021, για να προσθέσουμε στις παραπάνω ιδιότητες του τη προσμονή μιάς καλύτερης νέας χρονιάς.
Τρίτη εναλλαγή μας για το παραπάνω τσαρούχι ειναι η προσθήκη του εξαρτήματος μας 1821-1921 μέσω της οποίας προσθέτουμε και σε όλα τα παραπάνω την ευχή και βεβαιότητα μας για την μελλοντική ευδοκιμία του Έθνους μας, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821.
Δες το επετειακό μας γούρι τσαρούχι των 200 χρόνων της απελευθέρωσηςεδώ
Κάθε πολιτισμός συνοδεύεται από την αισθητική του. Το αυτό συμβαίνει και με την αισθητική κουλτούρα της “Δύσης” η οποία, συχνότατα αποκαλείται και με τον όρο “μόδα”. Μόδα είναι η έκφανση αισθητικής μιάς περιόδου και αυτή κινείται συνηθέστερα στον Δυτικό κόσμο σε κύκλους των 30-50 ετών. Δηλαδή μία μόδα μπορεί να διαρκέσει 4-10 χρόνια, στη συνέχεια …
Σε αυτές τις δύσκολες μέρες καλούμαστε, για την δικιά μας προστάσια και των υπολοίπων να είμαστε σε καραντίνα στα σπίτια μας. Πως όμως όμως μπορεί ο χρόνος μας μέσα στο σπίτι μας να γίνει πιο ευχάριστος, δημιουργώντας μία ευχάριστη ατμόσφαιρα όπως έλεγε και ο αειμνηστός Ντίνος Ηλιόπουλος; Δεν μπορούμε να ελέγξουμε πολλά πράγματα στο τι …
Μία από τις τελευταίες τάσεις στην διακόσμηση είναι υφάσματα και αντικείμενα να έχουν το χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο σχέδιο της Ζέμπρας. Γιατί όμως η Ζέμπρα σε σχέση με τα άλλα Αφρικάνικα ζώα έχει αυτό το σχέδιο στο δέρμα της; Το γιατί το Αφρικανικό ιπποειδές με την ονομασία ζέμπρα φέρει τις χαρακτηριστικές του ραβδώσεις, αποτελούσε επί μακρόν, ένα …
Η κόκκινη καυτερή πιπεριά (chili) θεωρείται από τους Ιταλούς ως το φυλακτό που μας προστατεύει από τις κακές γλώσσες αυτού που μας φθονεί, ή μας επιβουλεύεται, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζει και τη καλή μας τύχη.
Το Τσαρούχι και η εξέλιξη του στην Ελληνική Ιστορία
Όταν βλέπουμε τους Εύζωνες στην προεδρική φρουρά θαυμάζουμε την επιβλητική τους εμφάνιση. Αλήθεια όμως, πως προέκυψε το υπόδημα τους, το γνωστό σε όλους μας ως τσαρούχι να είναι μέρος της ιστορίας μας;
Κατά την εποχή που αλώθηκε η Κωνσταντινούπολη από τους Τούρκους, τα υποδήματα που φορούσαν οι Έλληνες, ήταν δύο τύπων, αμφότερα απλά και με σκληρή δερμάτινη σόλα. Το πρώτο ήταν ένα είδος σανδαλιού, που απαρτιζόταν από μία δερμάτινη σόλα επεκτεινόμενη σε ιμάντες οι οποίοι, προσδενόντουσαν στη γάμπα του ποδιού εξασφαλίζοντας τη παραμονή της σόλας στο πέλμα.
Το άλλο είδος αγκάλιαζε ολόκληρο το κατώτατο άκρο του ποδιού. Σχηματικά θα μπορούσαμε να το συγκρίνουμε με αυτό που αποκαλούμε σήμερα ως «παντόφλα κλειστού τύπου». Αυτή η παντόφλα ή, ουσιαστικά και αλλιώς παπούτσι όπως το αντιλαμβανόμαστε οι περισσότεροι σήμερα, ήταν φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από αριστοτεχνικά συρραμμένο δέρμα, συνήθως γουρουνίσιο και με ιδιαίτερα εξαιρετικά σκληρή σόλα. Αξιοσημείωτο είναι ότι, εκτός από τους Έλληνες της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας, το ίδιο παπούτσι φοριόταν και από την πλειονότητα των αλλοεθνών κατοίκων κατοίκων αυτών των περιοχών, Χριστιανών και Μουσουλμάνων.
Οι Τούρκοι αποκαλούσαν αυτό το υπόδημα carik (τσαρίκ) ή, caruk (τσαρούκ), απ’ όπου προέρχεται και η καθ’ ημάς μετάπτωση του όρου ως τσαρούχι. Τα τσαρούχια αποτελούσαν τα καθημερινά υποδήματα εργασίας αλλά και κοινωνικής αμφίεσης. Με τη πάροδο του χρόνου άρχισαν να υφίστανται κάποιες μετατροπές που αποσκοπούσαν, αφ’ ενός μεν στο να τα κάνουν πρακτικότερα κατά την εκτέλεση των διαφόρων δραστηριοτήτων αυτών που τα φορούσαν και αφ’ ετέρου όταν συνέτρεχε η ανάγκη, στο να γίνονται περισσότερο περίτεχνα, προσδίδοντας τους την απαιτούμενη αίγλη, εκείνη που έπρεπε να αντιστοιχεί προς τα πρόσωπα που τα φορούσαν.
Οι απλοί αγρότες ή, βοσκοί, φορούσαν την απλούστερη και πλέον χοντροκομμένη μορφή του τσαρουχιού. Με τη πάροδο του χρόνου μάλιστα αυτοί άρχισαν να προσθέτουν μία μάλλινη φούντα, στη πάνω πλευρά της μύτης αυτού υποδήματος. Αλλά και αυτή η ίδια η μύτη του έγινε ελαφρώς κυρτή προς τα πάνω. Η προσθήκη της φούντας αποσκοπούσε στο να κρατάει ζεστά τα δάκτυλα του ποδιού, προστατεύοντας τα ταυτόχρονα από τα κρυοπαγήματα, όταν η πορεία γινόταν σε χιονισμένο έδαφος. Συγχρόνως αυτό το κύρτωμα της μύτης του τσαρουχιού προς τα πάνω, απέτρεπε το βύθισμα του μέσα στο χιόνι ή, τη λάσπη κατά το βάδισμα, ενώ πάλι, εάν το έδαφος συνέβαινε να είναι στεγνό, η σχηματική του αυτή ιδιαιτερότητα, το καθιστούσε πλεονεκτικό παρέχοντας καλύτερη στήριξη κατά το διασκελισμό των ανώμαλων επιφανειών της υπαίθρου, και ιδιαίτερα των ορεινών περασμάτων.
Ετσι με το κύρτωμα του μπροστινού του μέρους και τη προσθήκη της φούντας προέκυψε τελικά το σχηματικά γνωστό σε εμάς ως τσαρούχι, το οποίο σε αυτή τη μορφή φοριόταν από όλους, τουλάχιστον στις στιγμές που επιβαλλόταν κοινωνικά να είναι κανείς ευπρεπώς ντυμένος όπως, οι επίσημες θρησκευτικές γιορτές και τα πανηγύρια.
Ειδικά για τη φούντα του τσαρουχιού, αυτή κατέληξε να είναι μαύρη για τους ενήλικες, ενώ τα παιδιά είχαν φούντες από διάφορα περισσότερο χαρωπά χρώματα.
Μία επί πλέον εφαρμογή της φούντας επινοήθηκε από τους αρματωλούς και κλέφτες. Συγκεκριμένα καμουφλάρησαν μέσα σε αυτή, συστάδες μικρών προεξεχόντων κοφτερών λεπιδίων, τα οποία κατόπιν κλοτσιάς, πχ στη κοιλιακή χώρα, μπορούσαν να επιφέρουν καίριο πλήγμα. Η σπουδαιότητα της φούντας σαν ύστατο όπλο μπορεί να γίνει αντιληπτή αν προσπαθήσουμε να ζωντανέψουμε στη φαντασία μία σκηνή μάχης της εποχής εκείνης. Μετά την εκπυρσοκρότηση, οπότε εκτοξευόταν το μοναδικό βόλι (δηλαδή η σφαίρα) που είχε το καριοφίλι όπως (αποκαλούσαν το τότε ντουφέκι), δεν υπήρχε ο απαιτούμενος χρόνος να τροφοδοτηθεί αυτό με νέο βλήμα, με συνέπεια να ακολουθεί αναγκαστικά η σώμα με σώμα εμπλοκή, μία ιδιότυπη σωματική πάλη στηριζόμενη στη σωματική ρώμη αλλά και τα εναπομένοντα πλέον όπλα, δηλαδή τη σπάθα ή, ακόμη και την επικουρική φούντα του τσαρουχιού. Αυτή λοιπόν η φούντα με τη κρυμμένη εντός της συστάδα λεπιδίων, την οποία άλλοι περιέγραφαν ως φούντα με καρφιά, ήταν ενίοτε ικανή και από μόνη της να εξουδετερώσει τον αντίπαλο μετά από μία καίρια κλωτσιά.
Όσον αφορά τους τύπους των τσαρουχιών, εάν δηλαδή αυτά ήταν πολύ απλά στη κατασκευή τους ή, περισσότερο περίτεχνα, εξυπακούεται βέβαια ότι αυτά αντιστοιχούσαν με την υπόλοιπη ενδυματολογική εμφάνιση αυτού που τα φορούσε και σε εξάρτηση βέβαια πάντοτε με τις οικονομικές του δυνατότητες αλλά και τη κοινωνική του θέση.
Αυτοί πού είχαν τη δυνατότητα τα τσαρούχια τους να αντιστοιχούν με τη λαμπρότητα της υπόλοιπης στολης τους, τα είχαν περίτεχνα κεντημένα με φίνες μεταλλικές κλωστές, ενίοτε και χρυσές. Όσον αφορά το χρώμα του τσαρουχιού, αυτό μπορούσε να έχει διαφορετικές αποχρώσεις, ενώ πολύ συχνά το κόκκινο χρώμα ώς τέτοιο που εντυπωσιάζει περισσότερο, ήταν το χρώμα που τελικά επιλεγόταν, ιδίως από τα ένοπλα παλληκάρια προγόνους μας, αρματωλούς, κλέφτες και γενικότερα οπλαρχηγούς και λοιπούς πολεμιστές της εθνεγερσίας μας.
Το τσαρούχια συνέχισαν να φοριούνται από όλους τους Έλληνες των αγροτικών και ποιμενικών περιοχών έως τα τέλη τουλάχιστον του 19ου αιώνα, μετά τη πάροδο του οποίου άρχισαν να αντικαθίστανται σταδιακά από τα Δυτικότροπα υποδήματα ή, Φράγκικα παπούτσια όπως τα αποκαλούσε ο λαός.
Όλα τα Ελληνόπουλα έχουν δεί με τα μάτια τους (ζωντανά ή τηλεοπτικά) τους λεβέντικης κορμοστασιάς Εύζωνες, που φυλάνε το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη και το προεδρικό μέγαρο.
Η στολή που φορούν, μας επιτρέπει να επαναφέρουμε στη μνήμη μας τους ηρωικούς πολεμιστές προγόνους μας, χάριν στους οποίους μπορούμε να είμαστε σήμερα ελεύθεροι Έλληνες.
Η όλη τους εμφάνιση μας παραπέμπει στην ηρωική εποχή του 1821.
Μοναδική ίσως εξαίρεση σε αυτή την αναπαράσταση της παλιάς ηρωικής εποχής είναι το κάπως πιό σύγχρονο τουφέκι που φέρουν και που δεν είναι αυτό που τα τότε παλικάρια μας αποκαλούσαν καριοφίλι (μετάπτωση του Carlo e fili = «Κάρολος και υιοί», επωνυμία διάσημου Βενετσιάνικου οπλουργείου μουσκέτων δηλαδή τουφεκιών του 18ου αιώνα).
Αυτοί φέρουν επίσης και όλα τα υπόλοιπα, δηλαδή τη φουστανέλα, το φάριο (σκουφί), το πουκάμισο με τα χαρακτηριστικά κωνικά μανίκια του, τη φέρμελη (γιλέκο), τις φυσιγγιοθήκες, τις κάλτσες, τις καλτσοδέτες, και τα κατακόκκινα δερμάτινα τσαρούχια με τις μαύρες φούντες τους. Οι φούντες αυτές όμως δεν κρύβουν πλέον τις συστάδες λεπιδίων, δεδομένου ότι οι εύζωνοι μας φορούν πλέον αποκλειστικά αυτές τις στολές κατά τη διάρκεια τελετουργικών εκδηλώσεων.
Εμείς στο fenalie από τη πλευρά μας έχουμε φιλοτεχνήσει το ξύλινο χειροποίητο τσαρούχι μάτι σε διάφορα χρώματα. Το σκεπτικό του ματιού που βρίσκεται σε ένα τσαρούχι είναι διττό. Αφ’ ενός μεν, μας προστατεύει από τη βασκανία, δηλαδή το κακό μάτι αυτών που μας επιβουλεύονται ενώ, αφ’ ετέρου, η φούντα του (με τα υποτιθέμενα εντός του καμουφλαρισμένα κοφτερά λεπίδια), μας δίνει τη δυνατότητα να κλωτσάμε μακριά από εμάς και προς τη κατεύθυνση του βασκάνοντα, τις οποιεσδήποτε κακόβουλες κουβέντες, ενέργειες ή, σκέψεις του.
Εναλλακτικά συνδυάσαμε το ίδιο τσαρούχι με τη προσθήκη του εξαρτήματος μας 2021, για να προσθέσουμε στις παραπάνω ιδιότητες του τη προσμονή μιάς καλύτερης νέας χρονιάς.
Τρίτη εναλλαγή μας για το παραπάνω τσαρούχι ειναι η προσθήκη του εξαρτήματος μας 1821-1921 μέσω της οποίας προσθέτουμε και σε όλα τα παραπάνω την ευχή και βεβαιότητα μας για την μελλοντική ευδοκιμία του Έθνους μας, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821.
Δες το επετειακό μας γούρι τσαρούχι των 200 χρόνων της απελευθέρωσης εδώ
Σχετικά Άρθρα
Η Ιστορία των Αποξηραμένων Λουλουδιών
Κάθε πολιτισμός συνοδεύεται από την αισθητική του. Το αυτό συμβαίνει και με την αισθητική κουλτούρα της “Δύσης” η οποία, συχνότατα αποκαλείται και με τον όρο “μόδα”. Μόδα είναι η έκφανση αισθητικής μιάς περιόδου και αυτή κινείται συνηθέστερα στον Δυτικό κόσμο σε κύκλους των 30-50 ετών. Δηλαδή μία μόδα μπορεί να διαρκέσει 4-10 χρόνια, στη συνέχεια …
Hygge: οι Μικρές Απολαύσεις της Ζωής Σπίτι σας
Σε αυτές τις δύσκολες μέρες καλούμαστε, για την δικιά μας προστάσια και των υπολοίπων να είμαστε σε καραντίνα στα σπίτια μας. Πως όμως όμως μπορεί ο χρόνος μας μέσα στο σπίτι μας να γίνει πιο ευχάριστος, δημιουργώντας μία ευχάριστη ατμόσφαιρα όπως έλεγε και ο αειμνηστός Ντίνος Ηλιόπουλος; Δεν μπορούμε να ελέγξουμε πολλά πράγματα στο τι …
Ο λόγος που η Ζέμπρα έχει τις χαρακτηριστικές ραβδώσεις
Μία από τις τελευταίες τάσεις στην διακόσμηση είναι υφάσματα και αντικείμενα να έχουν το χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο σχέδιο της Ζέμπρας. Γιατί όμως η Ζέμπρα σε σχέση με τα άλλα Αφρικάνικα ζώα έχει αυτό το σχέδιο στο δέρμα της; Το γιατί το Αφρικανικό ιπποειδές με την ονομασία ζέμπρα φέρει τις χαρακτηριστικές του ραβδώσεις, αποτελούσε επί μακρόν, ένα …
Η πιπεριά Τσίλι: η Ιστορία της και ο Συμβολισμός της.
Η κόκκινη καυτερή πιπεριά (chili) θεωρείται από τους Ιταλούς ως το φυλακτό που μας προστατεύει από τις κακές γλώσσες αυτού που μας φθονεί, ή μας επιβουλεύεται, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζει και τη καλή μας τύχη.